- παροπτέος
- παροπτ-έος, α, ον, ([etym.] παροράω, παρόψομαι)A to be overlooked, Luc.Tim.<*>, Them.Or.26.326c.II παροπτέον, one must overlook, τὸ γὰρ σύνηθες οὐδαμοῦ π. Men.53, cf. D.26.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.